- δημοσιογράφος
- ο1) журналист; публицист; 2) издатель; газетчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοσιογράφος — ο 1. όποιος έχει ως επάγγελμα το να γράφει σε εφημερίδες ή σε περιοδικά με αμοιβή, ο συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας ή περιοδικού 2. ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εφημερίδας ή περιοδικού ο οποίος ασχολείται και με τη σύνταξή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
δημοσιογράφος — ο, η αυτός που το επάγγελμά του είναι η δημοσιογραφία: Έγινε ενημέρωση των δημοσιογράφων από τον υπουργό Τύπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πιερίδης, Γιάγκος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, κυπριακής καταγωγής (1897 1970). Έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος), όπου και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην εκεί ημερήσια ελληνική εφημερίδα Ταχυδρόμος, στην οποία… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Παύλος — Δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Εργάστηκε από το 1915 ως συντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων. Το 1920 ίδρυσε την εφημερίδα Πατρίς της Κωνσταντινούπολης. Ο Π.Π. καλλιέργησε ιδιαίτερα το… … Dictionary of Greek
Σίμος, Σπυρίδων — Δημοσιογράφος και πολιτευτής (1868 1935). Καταγόταν από την Ήπειρο. Εγκαταστάθηκε αρχικά στον Πειραιά αλλά έπειτα από σύντομη παραμονή, πήγε στη Ρουμανία, όπου ίδρυσε το 1892 το Βουκουρέστι την εφημερίδα Πατρίς. Το 1906, εξαιτίας των διωγμών του… … Dictionary of Greek
Σταματίου, Σταμάτης — Δημοσιογράφος και ευθυμογράφος (Ναύπακτος 1881 Αθήνα 1946). Νεαρός ήδη καταπιάστηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε για μεγάλο διάστημα με την Ακρόπολη και άλλες εφημερίδες. Ως λογοτέχνης διακρίθηκε ιδιαίτερα στη συγγραφή ευθυμογραφικών… … Dictionary of Greek
Στεφάνου, Στέφανος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης (1868 1932). Έγραψε τα λυρικά ποιήματα Σονάτες (1892), το επύλλιο Ζουλέικα και το θεατρικό έργο Επί του καταστρώματος (κωμωδία). Ο Σ.Σ., που διετέλεσε για μια περίοδο διευθυντής στο Εθνικό θέατρο (τότε Βασιλικό),… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους … Dictionary of Greek
Βλάχος, Γεώργιος — I (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.), ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού… … Dictionary of Greek
Δημητρακόπουλος, Πολύβιος — (Κυπαρισσία 1864 – Αθήνα 1922). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του έργα, ορισμένα από τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους. Η πρώτη αξιόλογη εμφάνισή του στο θέατρο έγινε το 1895 με το τετράπρακτο… … Dictionary of Greek